Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

на своём -е

  • 1 своё

    своё с. р. от свой
    * * *
    с. р. от свой

    Русско-греческий словарь > своё

  • 2 своё

    [σβαιό] αντ. δικό μου

    Русско-греческий новый словарь > своё

  • 3 своё

    [σβαιό] αντ δικό μου

    Русско-эллинский словарь > своё

  • 4 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 5 заявить

    -явлю
    --явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δηλώνω•

    заявить о своём согласии δηλώνω οτι συμφωνώ.

    ρ.μ. παλ. εμφανίζω, παρουσιάζω, δείχνω. || εκδηλώνω•

    заявить протест διαμαρτύρομαι•

    -о своём желании εκδηλώνω την επιθυμία•

    свой права на что-л. προβάλλω δικαιώματα σε κάτι•

    он -ил мне своё намерение ή о своём намерении αυτός μου εκμυστηρεύτηκε (φανέρωσε)τις διαθέσεις του.

    2. αναφέρω• καταθέτω•

    он -ил в милицию о происшествии αυτός ανάφερε στην αστυνομία για το συμβάν.

    εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > заявить

  • 6 объявить

    -явли, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ• κοινοποιώ• δηλώνω•

    объявить о своём несогласии δηλώνω ότι δε συμφωνώ•

    объявить приговор ανακοινώνω καταδικαστική απόφαση•

    объявить своё мнение, свою волю γνωστοποιώ τη γνώμη μου, τη θέληση μου.

    || (αν)αγγέλλω δημοσιεύω•

    объявить приятную новость αναγγέλλω ευχάριστη είδηση•

    объявить о выходе книги αναγγέλλω την έκδοση βιβλίου.

    || εκφράζω•

    объявить благодарность εκφράζω την ευαρέσκεια.

    || φανερώνω, δείχνω•

    объявить свои намерения φανερώνω τις διαθέσεις μου.

    || καταγγέλλω•

    объявить о прекращении перемирия καταγγέλλω την ανακωχή.

    || φανερώνω, αποκαλύπτω, λέγω•

    объявить своё имя λέγω το όνομα μου (το ποιος είμαι).

    2. κηρύσσω•

    объявить войну κηρυσσω τον πόλεμο•

    объявить мобилизацию κηρύσσω επιστράτευση.

    || προκηρύσσω•

    объявить конкурс προκηρύσσω διαγωνισμό.

    || διακηρύσσω, διαγορεύω•

    объявить кого сумасшедшим διαδίδω για κάποιον ότι είναι τρελλός.

    1. (απλ.) εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.
    2. παλ. κηρύσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > объявить

  • 7 утвердить

    -ржу, -рдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утвержденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) στερεώνω, εδραιώνω•

    утвердить крепко столб στερεώνω γερά το στύλο•

    утвердить своё господство εδραιώνω την κυριαρχία μου•

    утвердить демократию εδραιώνω τη δημοκρατία•

    утвердить порядок εδραιώνω την τάξη.

    2. επιβεβαιώνω.
    3. πείθω, βεβαιώνω.
    4. επικυρώνω (επίσημα)• εγκρίνω•

    утвердить дсговор επικυρώνω τη συμφωνία•

    утвердить проект εγκρίνω το σχέδιο•

    утвердить повестку дня εγκρίνω την ημερήσια διάταξη.

    1. παλ. στερεώνομαι.
    2. εδραιώνομαι, βασίζομαι γερά. μτφ.
    επικρατώ• ισχύω, κυριαρχώ•

    за ней -лось в обществе нехорошее мнение γι αυτήνεπικράτησε στην κοινωνία άσχημη ιδέα (γνώμη).

    || πείθομαι ακράδαντα έχω σταθερή πεποίθηση•

    утвердить в своём мнении επιμένω (πιστεύω) σταθεράστη γνώμη μου•

    утвердить в мысли υποστηρίζω πολύ ότι η σκέψη μου είναι σωστή•

    утвердить в своём намерении έχω ακλόνητη πεποίθηση στο σκοπό μου.

    Большой русско-греческий словарь > утвердить

  • 8 принимать

    1. (брать у того, кто отдаёт) παίρνω, λαμβάνω 2. (брать в своё ведение, распоряжение) παίρνω, παραλαμβάνω, αναλαμβάνω 3. (брать кого-, что-л. под своё начальство) αναλαμβάνω, προσδιορίζω, ορίζω, προσλαμβάνω 4. (занимать вакантное место, должность и т.п) αποδέχομαι, μπαίνω 5. (включать в состав кого-, чегол.) περιλαμβάνω, παραλαμβάνω, δέχομαι 6. (допускать к себе для переговоров, для беседы) δέχομαι, υποδέχομαι 7. (напр. больного) δέχομαι 8. (проявлять какое-л. отношение к чему-л.) δέχομαι, συμφωνώ, παίρνω
    - во внимание παίρνω/λαμβάνω υπ' όψη
    9. (утверждать голосованием) ψηφίζω, παίρνω, εγκρίνω 10. (по радио, телеграфу, телефону) λαμβάνω 11. (приобретать ка-кой-л. вид, какие-л. особенности) αποκτώ 12. (напр. о лекарстве) παίρνω, λαμβάνω
    - таблетку - το δισκίο/χάπι
    13. (подвергать себя какой-л. процедуре) κάνω, παίρνω 14. (условно допускать что-л., предполагать) δέχομαι, υποθέτω, θεωρώ ^.(соглашаться) δέχομαι, αποδέχομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принимать

  • 9 высказать

    высказать λέγω, εκφράζω, διατυπώνω· \высказать своё мнение λέγω (или εκφράζω) τη γνώμη μου· \высказать предположение προϋποθέτω \высказаться εκφράζομαι, διατυπώνω τις σκέψεις μου, λέγω τη γνώμη μου' \высказаться за что-л. (против чего-л.) εκφράζομαι για κάτι (κατά τινός)
    * * *
    λέγω, εκφράζω, διατυπώνω

    вы́сказать своё мне́ние — λέγω ( или εκφράζω) τη γνώμη μου

    вы́сказать предположе́ние — προϋποθέτω

    Русско-греческий словарь > высказать

  • 10 настаивать

    настаивать см. настоять* он \настаиватьет на своём αυτός επιμένει
    * * *

    он наста́ивает на своём — αυτός επιμένει

    Русско-греческий словарь > настаивать

  • 11 оправдание

    оправдание с 1) η δικαιολογία, η δικαίωση* в своё \оправдание... σαν δικαιολογητικό μου... 2) юр. η αθώωση
    * * *
    с
    1) η δικαιολογία, η δικαίωση

    в своё оправда́ние … — σαν δικαιολογητικό μου…

    2) юр. η αθώωση

    Русско-греческий словарь > оправдание

  • 12 распоряжение

    распоряжение с η διαταγή* η διάθεση; отдать \распоряжение διατάζω, δίνω διαταγή ◇ иметь в своём \распоряжениеи διαθέτω
    * * *
    с
    η διαταγή; η διάθεση

    отда́ть распоряже́ние — διατάζω, δίνω διαταγή

    ••

    име́ть в своём распоряже́нии — διαθέτω

    Русско-греческий словарь > распоряжение

  • 13 свой

    I свой мн. от свой II свой (своя, своё, свой) δικός μου (σου, του, κτλ.)· он потерял свою книгу έχασε το βιβλίο του ◇ он сам не \свой έχει χάσει τα νερά του
    * * *
    (своя, своё, свои)
    δικός μου (σου, του, κτλ.)

    он потеря́л свою́ кни́гу — έχασε το βιβλίο του

    ••

    Русско-греческий словарь > свой

  • 14 место

    -а, πλθ. места, мест ουδ.
    1. τόπος, μέρος• χώρος•

    рабочее место τόπος της δουλειάς•

    общественное место δημόσιος χώρος•

    место назначения τόπος προσδιορισμού•

    место рождения τόπος γένησης•

    глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•

    прибыть на место φτάνω στο μέρος.

    2. θέση•

    уступить место παραχωρώ τη θέση•

    положить на место βάζω στη θέση.

    || θέση υπηρεσιακή•

    быть без -а είμαι χωρίς θέση.

    3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.
    4.πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.
    5. βαθμίδα•

    занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.

    6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.
    εκφρ.
    место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•
    к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•
    не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•
    на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•
    на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•
    на -е кого – στη θέση κάποιου•
    на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•
    поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•
    сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•
    не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•
    с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•
    ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•
    по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•
    - а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > место

  • 15 назад

    επίρ.
    πίσω, προς τα πίσω•

    сделать шаг назад κάνω ένα βήμα πίσω•

    пятиться назад βαδίζω προς τα πίσω, οπισθοβατώ•

    поворотить (повернуть) назад γυρίζω (στρέφω) προς τα πίσω•

    заложить руки назад βάζω τα χέρια πίσω•

    взять своё слово παίρνω το λόγο μου πίσω (ανακαλώ)•

    взять назад своё рещние ανακαλώ την απόφαση μου•

    два дня тому назад πριν δυό μέρες•

    с месяц тому назад πριν ένα μήνα περίπου•

    год назад ένα χρόνο πριν•

    отдйй деньги назад δόσε πίσω τα χρήματα•

    туда и назад για μετάβαση και επιστροφή, αλλέ—ρετούρ.

    Большой русско-греческий словарь > назад

  • 16 неудовольствие

    ουδ.
    1. δυσαρέσκεια, κακοφαν ισμός, λύπη, θλίψη, πίκρα•

    к великому моему -ю προς μεγάλη μου λύπη•

    выражать своё неудовольствие εκφράζω τη -δυσαρέσκεια μου•

    скрывать своё неудовольствие κρύβω (δε φανερώνω) τη δυσαρέσκεια μου•

    смотреть на что с -ем βλέπω κάτι με κακό μάτι.

    2. παλ. παρεξήγηση, δυσαρέστηση.

    Большой русско-греческий словарь > неудовольствие

  • 17 отжить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. отжил, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отживший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отжитый, βρ: -жит, -а, -о; ρ.σ.
    1. ζω πολλά χρόνια, μακροημερεύω. || (μετις λ: своё, свой век, своё время) ζω τη ζωή μου, τον καιρό μου, τα χρόνια μου. || μτφ. σβήνω, χάνομαι, εξασθενίζω.
    2. παλαιώνω, τα τρώγω τα ψωμιά μου.
    3. ζω, περνώ, διάγω (ζωή).
    4. παλ. δοκιμάζω, υποφέρω στη ζωή.
    5. (διαλκ.) συνέρχομαι, επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω.

    Большой русско-греческий словарь > отжить

  • 18 удовольствие

    ουδ.
    1. ευχαρίστηση• χαρά• αγαλλίαση•

    просиять от -я λάμπω από χαρά (ευχαρίστηση)•

    доставить -я παρέχω (φέρω) χαρά (ευχαρίστηση).

    2. απόλαυση•
    επεδόθηκε σε κάθε είδος απολαύσεις•

    доставить детям много -ий παρέχω στα παιδιά πολλές απολαύσεις.

    εκφρ.
    жить в своё удовольствие – ευζωώ, καλοζώ, ευημερώ• περνώ ζωή χαρισάμενη•
    в своё удовольствие (делать) – μέχρι πλήρους ικανοποίησης (κάνω κάτι)..

    Большой русско-греческий словарь > удовольствие

  • 19 ум

    α.
    νους, μυαλό, διάνοια•

    острый ум η οξύνοια•

    тонкий ум λεπτό πνεύμα•

    светлый ум φωτεινό μυαλό•

    склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•

    человек большого -а μεγάλος νους•

    проницательный ум διεισδυτικός νους•

    обширный ум ευρύς νους•

    лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.

    εκφρ.
    без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•
    α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•
    β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•
    три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•
    ум за разум зашл – παραλόγιασε•
    - а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•
    - у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•
    лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•
    лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•
    помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•
    взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•
    прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•
    ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•
    свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•
    сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•
    в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•
    и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•
    на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•
    он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•
    не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•
    от большого -а ή с большого -а (сделать)ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > ум

  • 20 вылет

    1. (полёт) η πτήση 2. (сво-бодная длина выступающей части конструкции или машины) το ανέρειστο, ο πρόβολος, η προεξοχή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вылет

См. также в других словарях:

  • СВО — синдром Вискотта Олдрича мед. Источник: http://www.raaci.ru/clinics.htm СВО среднее время до отказа Источник: http://www.minsvyaz.ru/ new portal/site.shtml?id=2003 СВО «Советское военное обозрение» журна …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • сво́дный — сводный; сводный брат; сводныйбатальон; сводные данные …   Русское словесное ударение

  • Своё ТВ (телекомпания) — Своё ТВ Телеканал «Своё ТВ» …   Википедия

  • сво́дня — сводня, и; р. мн. сводней и своден …   Русское словесное ударение

  • сво́рить — сворить, сворю, своришь …   Русское словесное ударение

  • сво́дник — сводник …   Русское словесное ударение

  • сво́дчатый — сводчатый …   Русское словесное ударение

  • сво́дчик — сводчик …   Русское словесное ударение

  • СВО — специальная водоочистка. Поддерживает нормируемые значения основных показателей водного режима реакторной установки. Термины атомной энергетики. Концерн Росэнергоатом, 2010 …   Термины атомной энергетики

  • своё я — сущ., кол во синонимов: 1 • свое я (2) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • своєземець — іменник чоловічого роду, істота …   Орфографічний словник української мови

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»